Η συνέπεια είναι ένα προσόν που με διακρίνει (και καλά...) γι' αυτό και δε μπορούσα να μην ανταποκριθώ και στις άλλες τρεις προσκλήσεις που πήρα για το παιχνίδι με τις λέξεις. Ευχαριστώ τους
Crazy Cow,
Monte Cristo και
Χαλαρά που με ξανακάλεσαν να παίξω με τις δικές τους λέξεις. Είχα σκεφτεί να γράψω μια ιστορία με 15 λέξεις, αλλά τελικά ακολούθησα πάλι την πεπατημένη.
Οι λέξεις που μου δόθηκαν:
Crazy Cow: καλλιτέχνης, περιέργεια, παραδόξως, ευγένεια, κατάλοιπο
Monte Cristo: απόδραση, χωρισμός, διακοπές, τρελοκομείο, τύψεις
Χαλαρά: συρτάρι, μύθος, θυροτηλέφωνο, σκηνή, κουράγιο
Η γνωριμίαΣήμερα γνώρισα ένα σπουδαίο
καλλιτέχνη. Έναν ηθοποιό. Πρωταγωνιστής του θεάτρου και θιασάρχης. Έχει παίξει και στον κινηματογράφο. Την τηλεόραση την αποφεύγει, γι’ αυτό εσύ δε θα τον ξέρεις. Είναι όμως πραγματικά σπουδαίος σου λέω. Η
περιέργειά μου ήταν τέτοια που δεν κρατιόμουν. Τον πέθανα στις ερωτήσεις. Για το θέατρο, τα παιδικά του χρόνια, την οικογένειά του, τις ερωτικές του σχέσεις, για όλα!
Παραδόξως, δεν απέφυγε καμία ερώτηση και απάντησε με μεγάλη ευχαρίστηση σε όλες. Είναι πολύ καλός σου λέω. Έχει μια φυσική
ευγένεια που σε γοητεύει. Μέχρι και για τα
κατάλοιπα που του άφησαν τα παιδικά του χρόνια μου μίλησε! Αύριο θα τον ξαναδώ. Είμαστε κι οι δύο καλεσμένοι στο ίδιο γεύμα. Ελπίζω να καθίσουμε κοντά!
Απόδραση από την πραγματικότηταΠάντα οι
διακοπές για τον Λευτέρη ήταν μια
απόδραση από την πραγματικότητα. Τις περίμενε κάθε χρόνο πως και πως. Μετά τον αναγκαστικό
χωρισμό του από τη Μαργαρίτα ήταν η μοναδική ευκαιρία που είχε για να ξεχαστεί και να περάσει καλά. Βρισκόταν πάλι με φίλους σε πολύβουα νησιά με όμορφες ακρογιαλιές. Έβγαινε κάθε βράδυ στα μπαράκια και έπινε μέχρι το πρωί. Φλέρταρε. Αλλά μέχρι εκεί. Τίποτα παρακάτω. Αμέσως τον έπιαναν
τύψεις. Δεν ήθελε να θυμάται. Αλλά δε μπορούσε και να ξεχάσει. Κι όμως, μόνο μια φορά το χρόνο είχε την ευκαιρία να γλεντήσει και να περάσει καλά. Αυτό το περιθώριο είχε αφήσει μόνο στον εαυτό του. Τον υπόλοιπο χρόνο τον αφιέρωνε αποκλειστικά στη δουλειά του και σε κείνη. Δεν υπήρξε ποτέ μέρα που να μην πήγε στο
τρελοκομείο να την επισκεφτεί. Κι ας ήταν η Μαργαρίτα του βυθισμένη σε έναν άλλο κόσμο…
Η παρεξήγησηΆνοιξε το
συρτάρι και πήρε ένα μαχαίρι. Πλησίασε αργά το
θυροτηλέφωνο. Απάντησε. Δε μίλησε κανείς. Περίμενε λίγο ακόμα και μετά ξαναμίλησε. Ούτε τώρα απάντησε κάποιος. Χαλάρωσε το χέρι που κρατούσε το μαχαίρι και στράφηκε προς την κουζίνα σχεδόν ανακουφισμένη. Εκείνη τη στιγμή ξαναχτύπησε το κουδούνι. Σφίχτηκε ολόκληρη. Πάτησε το κουμπί και ξαναμίλησε. «Ποιος;» Πάλι σιωπή.
Είχε αρχίσει να σκέφτεται πως όσα άκουγε για την περιοχή από μικρό κοριτσάκι δεν ήταν
μύθος. Την είχε καταλάβει τρόμος. Ήταν μόνη της σε ένα ολόκληρο συγκρότημα με μεζονέτες. Ανάθεμα που ήθελε ησυχία για να τελειώσει το βιβλίο της! Αλλά ήταν το μόνο μέρος που θα μπορούσε να βρει την ηρεμία της. Και το αγαπούσε και το μέρος πολύ. Ήταν κληρονομιά από τη γιαγιά της. Και τώρα ήταν μόνη με έναν άγνωστο στην εξώπορτα, που αρνούνταν πεισματικά να της μιλήσει. Ξαναμίλησε: «Ποιος είναι; Απαντήστε σας παρακαλώ!» Αντί για απάντηση ο άγνωστος ξαναχτύπησε το κουδούνι. Ήταν έτοιμη να λιποθυμήσει. Σε δευτερόλεπτα πέρασαν από το μυαλό της όλες οι ιστορίες που άκουγε από μικρή για την περιοχή. Για φαντάσματα και για άγριους θανάτους που ποτέ δεν εξιχνιάστηκαν και για θησαυρούς πειρατών που βρίσκονταν θαμμένοι από αιώνες σε κείνα τα χωράφια και για μαφιόζους που έψαχναν να τους βρουν. Όλα αυτά τα είχε συνδέσει λογικά μέσα στο μυαλό της. Κάποιοι που πίστευαν τους θρύλους για τους θησαυρούς είχαν βαλθεί να τρομοκρατήσουν τους περίοικους για να κάνουν ανενόχλητα τη δουλειά τους.
Ξαναχτύπησε το κουδούνι και βγήκε απότομα από τις σκέψεις της. Πριν γίνει πραγματικότητα η φρικιαστική
σκηνή που πέρασε από το μυαλό της με την ίδια στο ρόλο του θύματος, βγήκε σιωπηλά από την πίσω πόρτα που επικοινωνούσε με το γκαράζ και μπήκε στο αυτοκίνητό της. Έβαλε μπροστά τη μηχανή και άνοιξε με το τηλεχειριστήριο την γκαραζόπορτα. Πάτησε γκάζι και βγήκε με ταχύτητα στο δρόμο.
Καθώς έστριβε περνώντας από την μπροστινή πλευρά του συγκροτήματος είδε μια φιγούρα να πετάγεται στο δρόμο και να κουνά τα χέρια. Έτρεχε στη μέση του δρόμου προς την πλευρά του αυτοκινήτου. Εκείνη δε σταμάτησε. Ανέπτυξε ταχύτητα. Έπρεπε να ξεφύγει πάση θυσία. Ο άγνωστος δεν πρόλαβε να απομακρυνθεί από το δρόμο και έπεσε πάνω στο αυτοκίνητο. Φρενάρισε πέντε μέτρα πιο πέρα. Η φιγούρα κειτόταν στο έδαφος ακίνητη. Έκανε όπισθεν. Προσπάθησε να διακρίνει αν αναπνέει και αν αναγνωρίζει την άγνωστη φιγούρα. Ήταν αδύνατον μέσα σε τέτοια σκοτάδια. Αποφάσισε να βγει από το αυτοκίνητο. Μάζεψε όσο
κουράγιο είχε και άνοιξε την πόρτα. Πλησίασε αργά. Αίματα παντού στην άσφαλτο. Ο άγνωστος ίσα που ανάσαινε. Τρόμαξε. Αυτή τη φορά για άλλο λόγο. Αναγνώρισε τον άγνωστο. Η Σούλα η γειτόνισσα. Η μουγκή…
Το παιχνίδι θα συνεχίσουν οι:
Crazy Cow (όχι που θα μου ξέφευγες...),
deadend mind,
citronella,
κωλόγρια και
το πατσιούρι.
Οι νέες λέξεις: κώλος, μπαλκόνι, φορτηγό, γλυφιτζούρι και πληγώνω.